-
1 μήνη
μήνη, ἡ, der Mond; σέλας ἠΰτε μήνης, Il. 19, 374. 23, 455; Pind. Ol. 3, 21, personificirt; ἡ νυκτερὸς μήνη, Aesch. Prom. 799; Hermesian. bei Ath. XIII, 597 v. 15. – Bei Ar. Av. 1115 = μηνίσκος 2).
-
2 νύκτερος
νύκτερος, nächtlich; μήνη, Aesch. Prom. 799; ὀνείρατα, Pers. 172, öfter; νύκτερος Αἴας ἀπελωβήϑη, in der Nacht, Soph. Ai. 216; νύκτεροι φύλακες, Eur. Rhes. 87, u. öfter in diesem Stück; ᾅδου νύκτερος ἀνάγκα, Hipp. 1388; sp. D., wie Antp. Sid. 87 (VII, 424).
-
3 νύκτερος
νύκτερος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νύκτερος
-
4 μηνη
-
5 προς-δέρκομαι
προς-δέρκομαι (s. δέρκομαι), ansehen, anblicken; c. acc., Od. 20, 385; dor. ποτιδέρκομαι, Il. 16, 10 Od. 17, 518; oft bei den Tragg.: μή σ' ἐλινύοντα προςδερχϑῇ πατήρ, Aesch. Prom. 53; ἃς οὔϑ' ἥλιος προςδέρκεται ἀκτῖσιν, οὔϑ' ἡ νύκτερος μήνη, 798; προςδρακεῖν, Eum. 160; προςδέρκου πανταχῆ, Soph. O. C. 122; τί προςδέρκεσϑέ μ' ὄμμασιν, Eur. Med. 1040; προςδεδορκώς Phoen. 146.
См. также в других словарях:
νυκτεροφεγγής — νυκτεροφεγγής, ές (Α) αυτός που λάμπει κατά τη διάρκεια τής νύχτας («νυκτεροφεγγὴς μήνη», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτερος + φεγγής (< φέγγος), πρβλ. χρυσο φεγγής] … Dictionary of Greek